εγκαταλελειμμένος • (egkataleleimménos) m (feminine εγκαταλελειμμένη, neuter εγκαταλελειμμένο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εγκαταλελειμμένος (egkataleleimménos) | εγκαταλελειμμένη (egkataleleimméni) | εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) | εγκαταλελειμμένοι (egkataleleimménoi) | εγκαταλελειμμένες (egkataleleimménes) | εγκαταλελειμμένα (egkataleleimména) | |
genitive | εγκαταλελειμμένου (egkataleleimménou) | εγκαταλελειμμένης (egkataleleimménis) | εγκαταλελειμμένου (egkataleleimménou) | εγκαταλελειμμένων (egkataleleimménon) | εγκαταλελειμμένων (egkataleleimménon) | εγκαταλελειμμένων (egkataleleimménon) | |
accusative | εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) | εγκαταλελειμμένη (egkataleleimméni) | εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) | εγκαταλελειμμένους (egkataleleimménous) | εγκαταλελειμμένες (egkataleleimménes) | εγκαταλελειμμένα (egkataleleimména) | |
vocative | εγκαταλελειμμένε (egkataleleimméne) | εγκαταλελειμμένη (egkataleleimméni) | εγκαταλελειμμένο (egkataleleimméno) | εγκαταλελειμμένοι (egkataleleimménoi) | εγκαταλελειμμένες (egkataleleimménes) | εγκαταλελειμμένα (egkataleleimména) |