εγκεκριμένος • (egkekriménos) m (feminine εγκεκριμένη, neuter εγκεκριμένο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εγκεκριμένος • | εγκεκριμένη • | εγκεκριμένο • | εγκεκριμένοι • | εγκεκριμένες • | εγκεκριμένα • |
genitive | εγκεκριμένου • | εγκεκριμένης • | εγκεκριμένου • | εγκεκριμένων • | εγκεκριμένων • | εγκεκριμένων • |
accusative | εγκεκριμένο • | εγκεκριμένη • | εγκεκριμένο • | εγκεκριμένους • | εγκεκριμένες • | εγκεκριμένα • |
vocative | εγκεκριμένε • | εγκεκριμένη • | εγκεκριμένο • | εγκεκριμένοι • | εγκεκριμένες • | εγκεκριμένα • |