εικαστικός • (eikastikós) m (feminine εικαστική, neuter εικαστικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εικαστικός • | εικαστική • | εικαστικό • | εικαστικοί • | εικαστικές • | εικαστικά • |
genitive | εικαστικού • | εικαστικής • | εικαστικού • | εικαστικών • | εικαστικών • | εικαστικών • |
accusative | εικαστικό • | εικαστική • | εικαστικό • | εικαστικούς • | εικαστικές • | εικαστικά • |
vocative | εικαστικέ • | εικαστική • | εικαστικό • | εικαστικοί • | εικαστικές • | εικαστικά • |