εικαστικός • (eikastikós) m (feminine εικαστική, neuter εικαστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εικαστικός (eikastikós) | εικαστική (eikastikí) | εικαστικό (eikastikó) | εικαστικοί (eikastikoí) | εικαστικές (eikastikés) | εικαστικά (eikastiká) | |
genitive | εικαστικού (eikastikoú) | εικαστικής (eikastikís) | εικαστικού (eikastikoú) | εικαστικών (eikastikón) | εικαστικών (eikastikón) | εικαστικών (eikastikón) | |
accusative | εικαστικό (eikastikó) | εικαστική (eikastikí) | εικαστικό (eikastikó) | εικαστικούς (eikastikoús) | εικαστικές (eikastikés) | εικαστικά (eikastiká) | |
vocative | εικαστικέ (eikastiké) | εικαστική (eikastikí) | εικαστικό (eikastikó) | εικαστικοί (eikastikoí) | εικαστικές (eikastikés) | εικαστικά (eikastiká) |