εικαστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εικαστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εικαστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εικαστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word εικαστικός you have here. The definition of the word εικαστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεικαστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εικαστικός (eikastikósm (feminine εικαστική, neuter εικαστικό)

  1. (art) visual, representative, plastic

Declension

Declension of εικαστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εικαστικός (eikastikós) εικαστική (eikastikí) εικαστικό (eikastikó) εικαστικοί (eikastikoí) εικαστικές (eikastikés) εικαστικά (eikastiká)
genitive εικαστικού (eikastikoú) εικαστικής (eikastikís) εικαστικού (eikastikoú) εικαστικών (eikastikón) εικαστικών (eikastikón) εικαστικών (eikastikón)
accusative εικαστικό (eikastikó) εικαστική (eikastikí) εικαστικό (eikastikó) εικαστικούς (eikastikoús) εικαστικές (eikastikés) εικαστικά (eikastiká)
vocative εικαστικέ (eikastiké) εικαστική (eikastikí) εικαστικό (eikastikó) εικαστικοί (eikastikoí) εικαστικές (eikastikés) εικαστικά (eikastiká)