Learned borrowing from Byzantine Greek εικονογραφία (eikonographía), from Ancient Greek εἰκονογραφία (eikonographía, “description, representation”).[1] By surface analysis, εικονο- (eikono-) + -γραφία (-grafía) or εικονογράφ(ος) (eikonográf(os)) + -ία (-ía).
εικονογραφία • (eikonografía) f (plural εικονογραφίες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εικονογραφία (eikonografía) | εικονογραφίες (eikonografíes) |
genitive | εικονογραφίας (eikonografías) | εικονογραφιών (eikonografión) |
accusative | εικονογραφία (eikonografía) | εικονογραφίες (eikonografíes) |
vocative | εικονογραφία (eikonografía) | εικονογραφίες (eikonografíes) |