εικοσαδικός • (eikosadikós) m (feminine εικοσαδική, neuter εικοσαδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εικοσαδικός (eikosadikós) | εικοσαδική (eikosadikí) | εικοσαδικό (eikosadikó) | εικοσαδικοί (eikosadikoí) | εικοσαδικές (eikosadikés) | εικοσαδικά (eikosadiká) | |
genitive | εικοσαδικού (eikosadikoú) | εικοσαδικής (eikosadikís) | εικοσαδικού (eikosadikoú) | εικοσαδικών (eikosadikón) | εικοσαδικών (eikosadikón) | εικοσαδικών (eikosadikón) | |
accusative | εικοσαδικό (eikosadikó) | εικοσαδική (eikosadikí) | εικοσαδικό (eikosadikó) | εικοσαδικούς (eikosadikoús) | εικοσαδικές (eikosadikés) | εικοσαδικά (eikosadiká) | |
vocative | εικοσαδικέ (eikosadiké) | εικοσαδική (eikosadikí) | εικοσαδικό (eikosadikó) | εικοσαδικοί (eikosadikoí) | εικοσαδικές (eikosadikés) | εικοσαδικά (eikosadiká) |