From εικοσι- (eikosi-) + τετρα- (tetra-) + ώρ(α) (ór(a)) + -ος (-os), a calque of French vingt-quatre heures.[1]
εικοσιτετράωρος • (eikositetráoros) m (feminine εικοσιτετράωρη, neuter εικοσιτετράωρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εικοσιτετράωρος (eikositetráoros) | εικοσιτετράωρη (eikositetráori) | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωροι (eikositetráoroi) | εικοσιτετράωρες (eikositetráores) | εικοσιτετράωρα (eikositetráora) | |
genitive | εικοσιτετράωρου (eikositetráorou) | εικοσιτετράωρης (eikositetráoris) | εικοσιτετράωρου (eikositetráorou) | εικοσιτετράωρων (eikositetráoron) | εικοσιτετράωρων (eikositetráoron) | εικοσιτετράωρων (eikositetráoron) | |
accusative | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωρη (eikositetráori) | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωρους (eikositetráorous) | εικοσιτετράωρες (eikositetráores) | εικοσιτετράωρα (eikositetráora) | |
vocative | εικοσιτετράωρε (eikositetráore) | εικοσιτετράωρη (eikositetráori) | εικοσιτετράωρο (eikositetráoro) | εικοσιτετράωροι (eikositetráoroi) | εικοσιτετράωρες (eikositetráores) | εικοσιτετράωρα (eikositetráora) |