Learned borrowing from Ancient Greek εἰρηνικός (eirēnikós).[1] By surface analysis, ειρήν(η) (eirín(i)) + -ικός (-ikós).
ειρηνικός • (eirinikós) m (feminine ειρηνική, neuter ειρηνικό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ειρηνικός • | ειρηνική • | ειρηνικό • | ειρηνικοί • | ειρηνικές • | ειρηνικά • |
genitive | ειρηνικού • | ειρηνικής • | ειρηνικού • | ειρηνικών • | ειρηνικών • | ειρηνικών • |
accusative | ειρηνικό • | ειρηνική • | ειρηνικό • | ειρηνικούς • | ειρηνικές • | ειρηνικά • |
vocative | ειρηνικέ • | ειρηνική • | ειρηνικό • | ειρηνικοί • | ειρηνικές • | ειρηνικά • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ειρηνικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ειρηνικός, etc.) |