εκατόχρονος

Hello, you have come here looking for the meaning of the word εκατόχρονος. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word εκατόχρονος, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say εκατόχρονος in singular and plural. Everything you need to know about the word εκατόχρονος you have here. The definition of the word εκατόχρονος will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεκατόχρονος, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

εκατόχρονος (ekatóchronosm (feminine εκατόχρονη, neuter εκατόχρονο)

  1. pertaining to a century or 100 years

Declension

Declension of εκατόχρονος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative εκατόχρονος (ekatóchronos) εκατόχρονη (ekatóchroni) εκατόχρονο (ekatóchrono) εκατόχρονοι (ekatóchronoi) εκατόχρονες (ekatóchrones) εκατόχρονα (ekatóchrona)
genitive εκατόχρονου (ekatóchronou) εκατόχρονης (ekatóchronis) εκατόχρονου (ekatóchronou) εκατόχρονων (ekatóchronon) εκατόχρονων (ekatóchronon) εκατόχρονων (ekatóchronon)
accusative εκατόχρονο (ekatóchrono) εκατόχρονη (ekatóchroni) εκατόχρονο (ekatóchrono) εκατόχρονους (ekatóchronous) εκατόχρονες (ekatóchrones) εκατόχρονα (ekatóchrona)
vocative εκατόχρονε (ekatóchrone) εκατόχρονη (ekatóchroni) εκατόχρονο (ekatóchrono) εκατόχρονοι (ekatóchronoi) εκατόχρονες (ekatóchrones) εκατόχρονα (ekatóchrona)
  • and see: εκατό n (ekató, hundred, 100)