εκατόχρονος • (ekatóchronos) m (feminine εκατόχρονη, neuter εκατόχρονο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εκατόχρονος (ekatóchronos) | εκατόχρονη (ekatóchroni) | εκατόχρονο (ekatóchrono) | εκατόχρονοι (ekatóchronoi) | εκατόχρονες (ekatóchrones) | εκατόχρονα (ekatóchrona) | |
genitive | εκατόχρονου (ekatóchronou) | εκατόχρονης (ekatóchronis) | εκατόχρονου (ekatóchronou) | εκατόχρονων (ekatóchronon) | εκατόχρονων (ekatóchronon) | εκατόχρονων (ekatóchronon) | |
accusative | εκατόχρονο (ekatóchrono) | εκατόχρονη (ekatóchroni) | εκατόχρονο (ekatóchrono) | εκατόχρονους (ekatóchronous) | εκατόχρονες (ekatóchrones) | εκατόχρονα (ekatóchrona) | |
vocative | εκατόχρονε (ekatóchrone) | εκατόχρονη (ekatóchroni) | εκατόχρονο (ekatóchrono) | εκατόχρονοι (ekatóchronoi) | εκατόχρονες (ekatóchrones) | εκατόχρονα (ekatóchrona) |