εκκεντρικός (ekkentrikós, “eccentric”) + -ότητα (-ótita, “-ity, -ness”). First attested 1891.
εκκεντρικότητα • (ekkentrikótita) f (plural εκκεντρικότητες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εκκεντρικότητα (ekkentrikótita) | εκκεντρικότητες (ekkentrikótites) |
genitive | εκκεντρικότητας (ekkentrikótitas) | εκκεντρικοτήτων (ekkentrikotíton) |
accusative | εκκεντρικότητα (ekkentrikótita) | εκκεντρικότητες (ekkentrikótites) |
vocative | εκκεντρικότητα (ekkentrikótita) | εκκεντρικότητες (ekkentrikótites) |