Hello, you have come here looking for the meaning of the word
εκτοξεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
εκτοξεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
εκτοξεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
εκτοξεύω you have here. The definition of the word
εκτοξεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
εκτοξεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἐκτοξεύω (ektoxeúō).[1] By surface analysis, εκ- (ek-) + τοξεύω (toxévo).
Pronunciation
- IPA(key): /e.ktoˈkse.vo/
- Hyphenation: ε‧κτο‧ξεύ‧ω
Verb
εκτοξεύω • (ektoxévo) (past εκτόξευσα, passive εκτοξεύομαι, p‑past εκτοξεύτηκα/εκτοξεύθηκα, ppp εκτοξευμένος) (transitive)
- to launch, to hurl (to throw with force)
- to launch (to cause (a rocket, balloon, etc., or the payload thereof) to begin its flight upward from the ground)
- (figuratively) to hurl, to throw (:insults, accusations, etc.)
Conjugation
εκτοξεύω εκτοξεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
εκτοξεύω
|
εκτοξεύσω
|
εκτοξεύομαι
|
εκτοξευτώ, εκτοξευθώ
|
2 sg
|
εκτοξεύεις
|
εκτοξεύσεις
|
εκτοξεύεσαι
|
εκτοξευτείς, εκτοξευθείς
|
3 sg
|
εκτοξεύει
|
εκτοξεύσει
|
εκτοξεύεται
|
εκτοξευτεί, εκτοξευθεί
|
|
1 pl
|
εκτοξεύουμε, [‑ομε]
|
εκτοξεύσουμε, [‑ομε]
|
εκτοξευόμαστε
|
εκτοξευτούμε, εκτοξευθούμε
|
2 pl
|
εκτοξεύετε
|
εκτοξεύσετε
|
εκτοξεύεστε, εκτοξευόσαστε
|
εκτοξευτείτε, εκτοξευθείτε
|
3 pl
|
εκτοξεύουν(ε)
|
εκτοξεύσουν(ε)
|
εκτοξεύονται
|
εκτοξευτούν(ε), εκτοξευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
εκτόξευα
|
εκτόξευσα
|
εκτοξευόμουν(α)
|
εκτοξεύτηκα, εκτοξεύθηκα
|
2 sg
|
εκτόξευες
|
εκτόξευσες
|
εκτοξευόσουν(α)
|
εκτοξεύτηκες, εκτοξεύθηκες
|
3 sg
|
εκτόξευε
|
εκτόξευσε
|
εκτοξευόταν(ε)
|
εκτοξεύτηκε, εκτοξεύθηκε
|
|
1 pl
|
εκτοξεύαμε
|
εκτοξεύσαμε
|
εκτοξευόμασταν, (‑όμαστε)
|
εκτοξευτήκαμε, εκτοξευθήκαμε
|
2 pl
|
εκτοξεύατε
|
εκτοξεύσατε
|
εκτοξευόσασταν, (‑όσαστε)
|
εκτοξευτήκατε, εκτοξευθήκατε
|
3 pl
|
εκτόξευαν, εκτοξεύαν(ε)
|
εκτόξευσαν, εκτοξεύσαν(ε)
|
εκτοξεύονταν, (εκτοξευόντουσαν)
|
εκτοξεύτηκαν, εκτοξευτήκαν(ε), εκτοξεύθηκαν, εκτοξευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα εκτοξεύω ➤
|
θα εκτοξεύσω ➤
|
θα εκτοξεύομαι ➤
|
θα εκτοξευτώ / εκτοξευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα εκτοξεύεις, …
|
θα εκτοξεύσεις, …
|
θα εκτοξεύεσαι, …
|
θα εκτοξευτείς / εκτοξευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … εκτοξεύσει έχω, έχεις, … εκτοξευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … εκτοξευτεί / εκτοξευθεί είμαι, είσαι, … εκτοξευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … εκτοξεύσει είχα, είχες, … εκτοξευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … εκτοξευτεί / εκτοξευθεί ήμουν, ήσουν, … εκτοξευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … εκτοξεύσει θα έχω, θα έχεις, … εκτοξευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … εκτοξευτεί / εκτοξευθεί θα είμαι, θα είσαι, … εκτοξευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
εκτόξευε
|
εκτόξευσε
|
—
|
εκτοξεύσου
|
2 pl
|
εκτοξεύετε
|
εκτοξεύστε
|
εκτοξεύεστε
|
εκτοξευτείτε, εκτοξευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
εκτοξεύοντας ➤
|
εκτοξευόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας εκτοξεύσει ➤
|
εκτοξευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
εκτοξεύσει
|
εκτοξευτεί, εκτοξευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References