ελατοτρύγονο • (elatotrýgono) n (plural ελατοτρύγονα)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ελατοτρύγονο (elatotrýgono) | ελατοτρύγονα (elatotrýgona) |
genitive | ελατοτρυγόνου (elatotrygónou) ελατοτρύγονου (elatotrýgonou) |
ελατοτρυγόνων (elatotrygónon) ελατοτρύγονων (elatotrýgonon) |
accusative | ελατοτρύγονο (elatotrýgono) | ελατοτρύγονα (elatotrýgona) |
vocative | ελατοτρύγονο (elatotrýgono) | ελατοτρύγονα (elatotrýgona) |
The genitive forms are uncertain.