ελληνοαμερικάνος • (ellinoamerikános) m (feminine ελληνοαμερικάνη, neuter ελληνοαμερικάνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελληνοαμερικάνος • | ελληνοαμερικάνη • | ελληνοαμερικάνο • | ελληνοαμερικάνοι • | ελληνοαμερικάνες • | ελληνοαμερικάνα • |
genitive | ελληνοαμερικάνου • | ελληνοαμερικάνης • | ελληνοαμερικάνου • | ελληνοαμερικάνων • | ελληνοαμερικάνων • | ελληνοαμερικάνων • |
accusative | ελληνοαμερικάνο • | ελληνοαμερικάνη • | ελληνοαμερικάνο • | ελληνοαμερικάνους • | ελληνοαμερικάνες • | ελληνοαμερικάνα • |
vocative | ελληνοαμερικάνε • | ελληνοαμερικάνη • | ελληνοαμερικάνο • | ελληνοαμερικάνοι • | ελληνοαμερικάνες • | ελληνοαμερικάνα • |