Sense 1 from ελληνο- (ellino-) + αμερικανικός (amerikanikós); sense 2 from Ελληνοαμερικαν(ός) (Ellinoamerikan(ós), “Greek American”) + -ικός (-ikós).[1]
ελληνοαμερικανικός • (ellinoamerikanikós) m (feminine ελληνοαμερικανική, neuter ελληνοαμερικανικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ελληνοαμερικανικός (ellinoamerikanikós) | ελληνοαμερικανική (ellinoamerikanikí) | ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) | ελληνοαμερικανικοί (ellinoamerikanikoí) | ελληνοαμερικανικές (ellinoamerikanikés) | ελληνοαμερικανικά (ellinoamerikaniká) | |
genitive | ελληνοαμερικανικού (ellinoamerikanikoú) | ελληνοαμερικανικής (ellinoamerikanikís) | ελληνοαμερικανικού (ellinoamerikanikoú) | ελληνοαμερικανικών (ellinoamerikanikón) | ελληνοαμερικανικών (ellinoamerikanikón) | ελληνοαμερικανικών (ellinoamerikanikón) | |
accusative | ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) | ελληνοαμερικανική (ellinoamerikanikí) | ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) | ελληνοαμερικανικούς (ellinoamerikanikoús) | ελληνοαμερικανικές (ellinoamerikanikés) | ελληνοαμερικανικά (ellinoamerikaniká) | |
vocative | ελληνοαμερικανικέ (ellinoamerikaniké) | ελληνοαμερικανική (ellinoamerikanikí) | ελληνοαμερικανικό (ellinoamerikanikó) | ελληνοαμερικανικοί (ellinoamerikanikoí) | ελληνοαμερικανικές (ellinoamerikanikés) | ελληνοαμερικανικά (ellinoamerikaniká) |