Learnedly from ελληνο- (ellino-) + ρωμαϊκός (romaïkós), a calque of English Graeco-Roman.[1]
ελληνορωμαϊκός • (ellinoromaïkós) m (feminine ελληνορωμαϊκή, neuter ελληνορωμαϊκό)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ελληνορωμαϊκός • | ελληνορωμαϊκή • | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκοί • | ελληνορωμαϊκές • | ελληνορωμαϊκά • |
genitive | ελληνορωμαϊκού • | ελληνορωμαϊκής • | ελληνορωμαϊκού • | ελληνορωμαϊκών • | ελληνορωμαϊκών • | ελληνορωμαϊκών • |
accusative | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκή • | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκούς • | ελληνορωμαϊκές • | ελληνορωμαϊκά • |
vocative | ελληνορωμαϊκέ • | ελληνορωμαϊκή • | ελληνορωμαϊκό • | ελληνορωμαϊκοί • | ελληνορωμαϊκές • | ελληνορωμαϊκά • |