εμπειρογνώμων • (empeirognómon) m (feminine εμπειρογνώμων, neuter εμπειρογνώμον)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμον • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονα • |
genitive | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνωμόνων • | εμπειρογνωμόνων • | εμπειρογνωμόνων • |
accusative | εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμον • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονα • |
vocative | εμπειρογνώμων • / εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμον • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονες • | εμπειρογνώμονα • |
εμπειρογνώμων • (empeirognómon) m or f (plural εμπειρογνώμονες)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμονες • |
genitive | εμπειρογνώμονος • | εμπειρογνωμόνων • |
accusative | εμπειρογνώμονα • | εμπειρογνώμονες • |
vocative | εμπειρογνώμων • | εμπειρογνώμονες • |