εμπορευματοποίηση • (emporevmatopoíisi) f (plural εμπορευματοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εμπορευματοποίηση (emporevmatopoíisi) | εμπορευματοποιήσεις (emporevmatopoiíseis) |
genitive | εμπορευματοποίησης (emporevmatopoíisis) | εμπορευματοποιήσεων (emporevmatopoiíseon) |
accusative | εμπορευματοποίηση (emporevmatopoíisi) | εμπορευματοποιήσεις (emporevmatopoiíseis) |
vocative | εμπορευματοποίηση (emporevmatopoíisi) | εμπορευματοποιήσεις (emporevmatopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: εμπορευματοποιήσεως (emporevmatopoiíseos)