Learned borrowing from Koine Greek ἐνδεικτικός (endeiktikós).[1] By surface analysis, ενδείκ(νυμαι) (endeík(nymai)) + -τικός (-tikós).
ενδεικτικός • (endeiktikós) m (feminine ενδεικτική, neuter ενδεικτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ενδεικτικός (endeiktikós) | ενδεικτική (endeiktikí) | ενδεικτικό (endeiktikó) | ενδεικτικοί (endeiktikoí) | ενδεικτικές (endeiktikés) | ενδεικτικά (endeiktiká) | |
genitive | ενδεικτικού (endeiktikoú) | ενδεικτικής (endeiktikís) | ενδεικτικού (endeiktikoú) | ενδεικτικών (endeiktikón) | ενδεικτικών (endeiktikón) | ενδεικτικών (endeiktikón) | |
accusative | ενδεικτικό (endeiktikó) | ενδεικτική (endeiktikí) | ενδεικτικό (endeiktikó) | ενδεικτικούς (endeiktikoús) | ενδεικτικές (endeiktikés) | ενδεικτικά (endeiktiká) | |
vocative | ενδεικτικέ (endeiktiké) | ενδεικτική (endeiktikí) | ενδεικτικό (endeiktikó) | ενδεικτικοί (endeiktikoí) | ενδεικτικές (endeiktikés) | ενδεικτικά (endeiktiká) |