Learned borrowing from Ancient Greek ἐνδεχόμενον (endekhómenon) (neuter)[1] or ἐνδεχόμενος (endekhómenos), present participle of ἐνδέχομαι (endékhomai), a verb in passive voice.[2]
ενδεχόμενος • (endechómenos) m (feminine ενδεχόμενη, neuter ενδεχόμενο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ενδεχόμενος • | ενδεχόμενη • | ενδεχόμενο • | ενδεχόμενοι • | ενδεχόμενες • | ενδεχόμενα • |
genitive | ενδεχόμενου • | ενδεχόμενης • | ενδεχόμενου • | ενδεχόμενων • | ενδεχόμενων • | ενδεχόμενων • |
accusative | ενδεχόμενο • | ενδεχόμενη • | ενδεχόμενο • | ενδεχόμενους • | ενδεχόμενες • | ενδεχόμενα • |
vocative | ενδεχόμενε • | ενδεχόμενη • | ενδεχόμενο • | ενδεχόμενοι • | ενδεχόμενες • | ενδεχόμενα • |