Learnedly from ενεργοποιώ (energopoió) + -ση (-si).[1] Also analyzable as ενεργ(ός) (energ(ós), “active”) + -ο- (-o-) + -ποίηση (-poíisi).
ενεργοποίηση • (energopoíisi) f (plural ενεργοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενεργοποίηση (energopoíisi) | ενεργοποιήσεις (energopoiíseis) |
genitive | ενεργοποίησης (energopoíisis) | ενεργοποιήσεων (energopoiíseon) |
accusative | ενεργοποίηση (energopoíisi) | ενεργοποιήσεις (energopoiíseis) |
vocative | ενεργοποίηση (energopoíisi) | ενεργοποιήσεις (energopoiíseis) |
Older or formal genitive singular: ενεργοποιήσεως (energopoiíseos)