ενεχυροδανειστής • (enechyrodaneistís) m (plural ενεχυροδανειστές, feminine ενεχυροδανείστρια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ενεχυροδανειστής (enechyrodaneistís) | ενεχυροδανειστές (enechyrodaneistés) |
genitive | ενεχυροδανειστή (enechyrodaneistí) | ενεχυροδανειστών (enechyrodaneistón) |
accusative | ενεχυροδανειστή (enechyrodaneistí) | ενεχυροδανειστές (enechyrodaneistés) |
vocative | ενεχυροδανειστή (enechyrodaneistí) | ενεχυροδανειστές (enechyrodaneistés) |