ενοχλώ (enochló, “to annoy”) + -τικός (-tikós, “adjective ending”). First attested 1889.
ενοχλητικός • (enochlitikós) m (feminine ενοχλητική, neuter ενοχλητικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ενοχλητικός (enochlitikós) | ενοχλητική (enochlitikí) | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητικοί (enochlitikoí) | ενοχλητικές (enochlitikés) | ενοχλητικά (enochlitiká) | |
genitive | ενοχλητικού (enochlitikoú) | ενοχλητικής (enochlitikís) | ενοχλητικού (enochlitikoú) | ενοχλητικών (enochlitikón) | ενοχλητικών (enochlitikón) | ενοχλητικών (enochlitikón) | |
accusative | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητική (enochlitikí) | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητικούς (enochlitikoús) | ενοχλητικές (enochlitikés) | ενοχλητικά (enochlitiká) | |
vocative | ενοχλητικέ (enochlitiké) | ενοχλητική (enochlitikí) | ενοχλητικό (enochlitikó) | ενοχλητικοί (enochlitikoí) | ενοχλητικές (enochlitikés) | ενοχλητικά (enochlitiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ενοχλητικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ενοχλητικός, etc.)