εντομοκτόνος • (entomoktónos) m (feminine εντομοκτόνος, neuter εντομοκτόνο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | εντομοκτόνος • | εντομοκτόνος • | εντομοκτόνο • | εντομοκτόνοι • | εντομοκτόνοι • | εντομοκτόνα • |
genitive | εντομοκτόνου • | εντομοκτόνου • | εντομοκτόνου • | εντομοκτόνων • | εντομοκτόνων • | εντομοκτόνων • |
accusative | εντομοκτόνο • | εντομοκτόνο • | εντομοκτόνο • | εντομοκτόνους • | εντομοκτόνους • | εντομοκτόνα • |
vocative | εντομοκτόνε • | εντομοκτόνε • | εντομοκτόνο • | εντομοκτόνοι • | εντομοκτόνοι • | εντομοκτόνα • |