Learned borrowing from Koine Greek ἑξάεδρος (hexáedros).[1]
εξάεδρος • (exáedros) m (feminine εξάεδρη, neuter εξάεδρο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξάπλευρος (exáplevros) | εξάπλευρη (exáplevri) | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευροι (exáplevroi) | εξάπλευρες (exáplevres) | εξάπλευρα (exáplevra) | |
genitive | εξάπλευρου (exáplevrou) | εξάπλευρης (exáplevris) | εξάπλευρου (exáplevrou) | εξάπλευρων (exáplevron) | εξάπλευρων (exáplevron) | εξάπλευρων (exáplevron) | |
accusative | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευρη (exáplevri) | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευρους (exáplevrous) | εξάπλευρες (exáplevres) | εξάπλευρα (exáplevra) | |
vocative | εξάπλευρε (exáplevre) | εξάπλευρη (exáplevri) | εξάπλευρο (exáplevro) | εξάπλευροι (exáplevroi) | εξάπλευρες (exáplevres) | εξάπλευρα (exáplevra) |