Hello, you have come here looking for the meaning of the word
εξατομικεύω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
εξατομικεύω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
εξατομικεύω in singular and plural. Everything you need to know about the word
εξατομικεύω you have here. The definition of the word
εξατομικεύω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
εξατομικεύω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly from εξ- (ex-) + ατομικ(ός) (atomik(ós)) + -εύω (-évo), a calque of French individualiser.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /e.ksa.to.miˈce.vo/
- Hyphenation: ε‧ξα‧το‧μι‧κεύ‧ω
Verb
εξατομικεύω • (exatomikévo) (past εξατομίκευσα, passive εξατομικεύομαι, p‑past εξατομικεύτηκα, ppp εξατομικευμένος)
- (transitive) to individualize, to personalize (to modify something to suit an individual)
Conjugation
εξατομικεύω εξατομικεύομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
εξατομικεύω
|
εξατομικεύσω
|
εξατομικεύομαι
|
εξατομικευτώ, εξατομικευθώ
|
2 sg
|
εξατομικεύεις
|
εξατομικεύσεις
|
εξατομικεύεσαι
|
εξατομικευτείς, εξατομικευθείς
|
3 sg
|
εξατομικεύει
|
εξατομικεύσει
|
εξατομικεύεται
|
εξατομικευτεί, εξατομικευθεί
|
|
1 pl
|
εξατομικεύουμε, [‑ομε]
|
εξατομικεύσουμε, [‑ομε]
|
εξατομικευόμαστε
|
εξατομικευτούμε, εξατομικευθούμε
|
2 pl
|
εξατομικεύετε
|
εξατομικεύσετε
|
εξατομικεύεστε, εξατομικευόσαστε
|
εξατομικευτείτε, εξατομικευθείτε
|
3 pl
|
εξατομικεύουν(ε)
|
εξατομικεύσουν(ε)
|
εξατομικεύονται
|
εξατομικευτούν(ε), εξατομικευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
εξατομίκευα
|
εξατομίκευσα
|
εξατομικευόμουν(α)
|
εξατομικεύτηκα, εξατομικεύθηκα
|
2 sg
|
εξατομίκευες
|
εξατομίκευσες
|
εξατομικευόσουν(α)
|
εξατομικεύτηκες, εξατομικεύθηκες
|
3 sg
|
εξατομίκευε
|
εξατομίκευσε
|
εξατομικευόταν(ε)
|
εξατομικεύτηκε, εξατομικεύθηκε
|
|
1 pl
|
εξατομικεύαμε
|
εξατομικεύσαμε
|
εξατομικευόμασταν, (‑όμαστε)
|
εξατομικευτήκαμε, εξατομικευθήκαμε
|
2 pl
|
εξατομικεύατε
|
εξατομικεύσατε
|
εξατομικευόσασταν, (‑όσαστε)
|
εξατομικευτήκατε, εξατομικευθήκατε
|
3 pl
|
εξατομίκευαν, εξατομικεύαν(ε)
|
εξατομίκευσαν, εξατομικεύσαν(ε)
|
εξατομικεύονταν, (εξατομικευόντουσαν)
|
εξατομικεύτηκαν, εξατομικευτήκαν(ε), εξατομικεύθηκαν, εξατομικευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα εξατομικεύω ➤
|
θα εξατομικεύσω ➤
|
θα εξατομικεύομαι ➤
|
θα εξατομικευτώ / εξατομικευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα εξατομικεύεις, …
|
θα εξατομικεύσεις, …
|
θα εξατομικεύεσαι, …
|
θα εξατομικευτείς / εξατομικευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … εξατομικεύσει έχω, έχεις, … εξατομικευμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί είμαι, είσαι, … εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … εξατομικεύσει είχα, είχες, … εξατομικευμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί ήμουν, ήσουν, … εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … εξατομικεύσει θα έχω, θα έχεις, … εξατομικευμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … εξατομικευτεί / εξατομικευθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
εξατομίκευε
|
εξατομίκευσε
|
—
|
εξατομικεύσου
|
2 pl
|
εξατομικεύετε
|
εξατομικεύστε
|
εξατομικεύεστε
|
εξατομικευτείτε, εξατομικευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
εξατομικεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας εξατομικεύσει ➤
|
εξατομικευμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
εξατομικεύσει
|
εξατομικευτεί, εξατομικευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -ευθ- are more formal than forms with -ευτ-. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References