εξημερώνω • (eximeróno) active (past εξημέρωσα, passive εξημερώνομαι)
Active voice ➤ | Passive voice ➤ | |||
Indicative mood ➤ | Imperfective aspect ➤ | Perfective aspect ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect |
Non-past tenses ➤ | Present ➤ | Dependent ➤ | Present | Dependent |
1 sg | εξημερώνω | εξημερώσω | εξημερώνομαι | εξημερωθώ |
2 sg | εξημερώνεις | εξημερώσεις | εξημερώνεσαι | εξημερωθείς |
3 sg | εξημερώνει | εξημερώσει | εξημερώνεται | εξημερωθεί |
1 pl | εξημερώνουμε, [‑ομε] | εξημερώσουμε, [‑ομε] | εξημερωνόμαστε | εξημερωθούμε |
2 pl | εξημερώνετε | εξημερώσετε | εξημερώνεστε, εξημερωνόσαστε | εξημερωθείτε |
3 pl | εξημερώνουν(ε) | εξημερώσουν(ε) | εξημερώνονται | εξημερωθούν(ε) |
Past tenses ➤ | Imperfect ➤ | Simple past ➤ | Imperfect | Simple past |
1 sg | εξημέρωνα | εξημέρωσα | εξημερωνόμουν(α) | εξημερώθηκα |
2 sg | εξημέρωνες | εξημέρωσες | εξημερωνόσουν(α) | εξημερώθηκες |
3 sg | εξημέρωνε | εξημέρωσε | εξημερωνόταν(ε) | εξημερώθηκε |
1 pl | εξημερώναμε | εξημερώσαμε | εξημερωνόμασταν, (‑όμαστε) | εξημερωθήκαμε |
2 pl | εξημερώνατε | εξημερώσατε | εξημερωνόσασταν, (‑όσαστε) | εξημερωθήκατε |
3 pl | εξημέρωναν, εξημερώναν(ε) | εξημέρωσαν, εξημερώσαν(ε) | εξημερώνονταν, (εξημερωνόντουσαν) | εξημερώθηκαν, εξημερωθήκαν(ε) |
Future tenses ➤ | Continuous ➤ | Simple ➤ | Continuous | Simple |
1 sg | θα εξημερώνω ➤ | θα εξημερώσω ➤ | θα εξημερώνομαι ➤ | θα εξημερωθώ ➤ |
2,3 sg, 1,2,3 pl | θα εξημερώνεις, … | θα εξημερώσεις, … | θα εξημερώνεσαι, … | θα εξημερωθείς, … |
Perfect aspect ➤ | Perfect aspect | |||
Present perfect ➤ | έχω, έχεις, … εξημερώσει έχω, έχεις, … εξημερωμένο, ‑η, ‑ο ➤ |
έχω, έχεις, … εξημερωθεί είμαι, είσαι, … εξημερωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Past perfect ➤ | είχα, είχες, … εξημερώσει είχα, είχες, … εξημερωμένο, ‑η, ‑ο |
είχα, είχες, … εξημερωθεί ήμουν, ήσουν, … εξημερωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Future perfect ➤ | θα έχω, θα έχεις, … εξημερώσει θα έχω, θα έχεις, … εξημερωμένο, ‑η, ‑ο |
θα έχω, θα έχεις, … εξημερωθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξημερωμένος, ‑η, ‑ο | ||
Subjunctive mood ➤ | Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας). | |||
Imperative mood ➤ | Imperfective aspect | Perfective aspect | Imperfective aspect | Perfective aspect |
2 sg | εξημέρωνε | εξημέρωσε | — | εξημερώσου |
2 pl | εξημερώνετε | εξημερώστε | εξημερώνεστε | εξημερωθείτε |
Other forms | Active voice | Passive voice | ||
Present participle➤ | εξημερώνοντας ➤ | — | ||
Perfect participle➤ | έχοντας εξημερώσει ➤ | εξημερωμένος, ‑η, ‑ο ➤ | ||
Nonfinite form➤ | εξημερώσει | εξημερωθεί | ||
Notes Appendix:Greek verbs |
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive. | |||