εξηνταδικός • (exintadikós) m (feminine εξηνταδική, neuter εξηνταδικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | εξηνταδικός (exintadikós) | εξηνταδική (exintadikí) | εξηνταδικό (exintadikó) | εξηνταδικοί (exintadikoí) | εξηνταδικές (exintadikés) | εξηνταδικά (exintadiká) | |
genitive | εξηνταδικού (exintadikoú) | εξηνταδικής (exintadikís) | εξηνταδικού (exintadikoú) | εξηνταδικών (exintadikón) | εξηνταδικών (exintadikón) | εξηνταδικών (exintadikón) | |
accusative | εξηνταδικό (exintadikó) | εξηνταδική (exintadikí) | εξηνταδικό (exintadikó) | εξηνταδικούς (exintadikoús) | εξηνταδικές (exintadikés) | εξηνταδικά (exintadiká) | |
vocative | εξηνταδικέ (exintadiké) | εξηνταδική (exintadikí) | εξηνταδικό (exintadikó) | εξηνταδικοί (exintadikoí) | εξηνταδικές (exintadikés) | εξηνταδικά (exintadiká) |