εξολοθρεύτρια • (exolothréftria) f (plural εξολοθρεύτριες, masculine εξολοθρευτής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξολοθρεύτρια (exolothréftria) | εξολοθρεύτριες (exolothréftries) |
genitive | εξολοθρεύτριας (exolothréftrias) | εξολοθρευτριών (exolothreftrión) |
accusative | εξολοθρεύτρια (exolothréftria) | εξολοθρεύτριες (exolothréftries) |
vocative | εξολοθρεύτρια (exolothréftria) | εξολοθρεύτριες (exolothréftries) |