|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
εξολοθρεύω
|
εξολοθρεύσω, εξολοθρέψω1
|
εξολοθρεύομαι
|
εξολοθρευτώ, εξολοθρευθώ
|
2 sg
|
εξολοθρεύεις
|
εξολοθρεύσεις, εξολοθρέψεις
|
εξολοθρεύεσαι
|
εξολοθρευτείς, εξολοθρευθείς
|
3 sg
|
εξολοθρεύει
|
εξολοθρεύσει, εξολοθρέψει
|
εξολοθρεύεται
|
εξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί
|
|
1 pl
|
εξολοθρεύουμε, [‑ομε]
|
εξολοθρεύσουμε, [‑ομε], εξολοθρέψουμε, [‑ομε]
|
εξολοθρευόμαστε
|
εξολοθρευτούμε, εξολοθρευθούμε
|
2 pl
|
εξολοθρεύετε
|
εξολοθρεύσετε, εξολοθρέψετε
|
εξολοθρεύεστε, εξολοθρευόσαστε
|
εξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε
|
3 pl
|
εξολοθρεύουν(ε)
|
εξολοθρεύσουν(ε), εξολοθρέψουν(ε)
|
εξολοθρεύονται
|
εξολοθρευτούν(ε), εξολοθρευθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
εξολόθρευα
|
εξολόθρευσα, εξολόθρεψα1
|
εξολοθρευόμουν(α)
|
εξολοθρεύτηκα, εξολοθρεύθηκα
|
2 sg
|
εξολόθρευες
|
εξολόθρευσες, εξολόθρεψες
|
εξολοθρευόσουν(α)
|
εξολοθρεύτηκες, εξολοθρεύθηκες
|
3 sg
|
εξολόθρευε
|
εξολόθρευσε, εξολόθρεψε
|
εξολοθρευόταν(ε)
|
εξολοθρεύτηκε, εξολοθρεύθηκε
|
|
1 pl
|
εξολοθρεύαμε
|
εξολοθρεύσαμε, εξολοθρέψαμε
|
εξολοθρευόμασταν, (‑όμαστε)
|
εξολοθρευτήκαμε, εξολοθρευθήκαμε
|
2 pl
|
εξολοθρεύατε
|
εξολοθρεύσατε, εξολοθρέψατε
|
εξολοθρευόσασταν, (‑όσαστε)
|
εξολοθρευτήκατε, εξολοθρευθήκατε
|
3 pl
|
εξολόθρευαν, εξολοθρεύαν(ε)
|
εξολόθρευσαν, εξολοθρεύσαν(ε), εξολόθρεψαν
|
εξολοθρεύονταν, (εξολοθρευόντουσαν)
|
εξολοθρεύτηκαν, εξολοθρευτήκαν(ε), εξολοθρεύθηκαν, εξολοθρευθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα εξολοθρεύω ➤
|
θα εξολοθρεύσω / εξολοθρέψω ➤
|
θα εξολοθρεύομαι ➤
|
θα εξολοθρευτώ / εξολοθρευθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα εξολοθρεύεις, …
|
θα εξολοθρεύσεις / εξολοθρέψεις, …
|
θα εξολοθρεύεσαι, …
|
θα εξολοθρευτείς / εξολοθρευθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει έχω, έχεις, … εξολοθρευμένο, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … εξολοθρευτεί / εξολοθρευθεί είμαι, είσαι, … εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει είχα, είχες, … εξολοθρευμένο, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … εξολοθρευτεί / εξολοθρευθεί ήμουν, ήσουν, … εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει θα έχω, θα έχεις, … εξολοθρευμένο, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … εξολοθρευτεί / εξολοθρευθεί θα είμαι, θα είσαι, … εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
εξολόθρευε
|
εξολόθρευσε, εξολόθρεψε / εξολόθρευ' 2
|
—
|
εξολοθρεύσου, εξολοθρέψου
|
2 pl
|
εξολοθρεύετε
|
απογοητεύστε, εξολοθρέψτε / εξολοθρεύτε3
|
εξολοθρεύεστε
|
εξολοθρευτείτε, εξολοθρευθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
εξολοθρεύοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας εξολοθρεύσει / εξολοθρέψει ➤
|
εξολοθρευμένος, ‑η, ‑ο / εξολοθρεμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
εξολοθρεύσει, εξολοθρέψει
|
εξολοθρευτεί, εξολοθρευθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
1. The active colloquial forms with < ψ > are less common. 2. Colloquial apocopic perfective imperative + accusative of article & noun or weak pronouns e.g. εξολόθρευ' τον ("exterminate him!"). 3. Colloquial. • Passive forms with -ευθ- are more formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|