εξομολογήτρια • (exomologítria) f (plural εξομολογήτριες, masculine εξομολογητής)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | εξομολογήτρια (exomologítria) | εξομολογήτριες (exomologítries) |
genitive | εξομολογήτριας (exomologítrias) | εξομολογητριών (exomologitrión) |
accusative | εξομολογήτρια (exomologítria) | εξομολογήτριες (exomologítries) |
vocative | εξομολογήτρια (exomologítria) | εξομολογήτριες (exomologítries) |