επίγειος • (epígeios) m
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | επίγειος • | επίγεια • | επίγειο • | επίγειοι • | επίγειες • | επίγεια • |
genitive | επίγειου • | επίγειας • | επίγειου • | επίγειων • | επίγειων • | επίγειων • |
accusative | επίγειο • | επίγεια • | επίγειο • | επίγειους • | επίγειες • | επίγεια • |
vocative | επίγειε • | επίγεια • | επίγειο • | επίγειοι • | επίγειες • | επίγεια • |
derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επίγειος, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επίγειος, etc.) |