From επανα- (epana-) + χρησιμοποίηση (chrisimopoíisi) or επαναχρησιμοποιώ (epanachrisimopoió) + -ση (-si).
επαναχρησιμοποίηση • (epanachrisimopoíisi) f (plural επαναχρησιμοποιήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisi) | επαναχρησιμοποιήσεις (epanachrisimopoiíseis) |
genitive | επαναχρησιμοποίησης (epanachrisimopoíisis) | επαναχρησιμοποιήσεων (epanachrisimopoiíseon) |
accusative | επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisi) | επαναχρησιμοποιήσεις (epanachrisimopoiíseis) |
vocative | επαναχρησιμοποίηση (epanachrisimopoíisi) | επαναχρησιμοποιήσεις (epanachrisimopoiíseis) |
Formal genitive singular in -εως (-eos) is not common for this group of words.