Learnedly from επαρχί(α) (eparchí(a)) + -ακός (-akós).[1]
επαρχιακός • (eparchiakós) m (feminine επαρχιακή, neuter επαρχιακό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επαρχιακός (eparchiakós) | επαρχιακή (eparchiakí) | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακοί (eparchiakoí) | επαρχιακές (eparchiakés) | επαρχιακά (eparchiaká) | |
genitive | επαρχιακού (eparchiakoú) | επαρχιακής (eparchiakís) | επαρχιακού (eparchiakoú) | επαρχιακών (eparchiakón) | επαρχιακών (eparchiakón) | επαρχιακών (eparchiakón) | |
accusative | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακή (eparchiakí) | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακούς (eparchiakoús) | επαρχιακές (eparchiakés) | επαρχιακά (eparchiaká) | |
vocative | επαρχιακέ (eparchiaké) | επαρχιακή (eparchiakí) | επαρχιακό (eparchiakó) | επαρχιακοί (eparchiakoí) | επαρχιακές (eparchiakés) | επαρχιακά (eparchiaká) |