Hello, you have come here looking for the meaning of the word
επιβιβάζω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
επιβιβάζω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
επιβιβάζω in singular and plural. Everything you need to know about the word
επιβιβάζω you have here. The definition of the word
επιβιβάζω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
επιβιβάζω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιβιβάζω (epibibázō). By surface analysis, επι- (“on”) + βιβάζω (“cause to mount”), βιβάζω being the causative of βαίνω (baínō, “to go”).
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.viˈva.zo/
- Hyphenation: ε‧πι‧βι‧βά‧ζω
Verb
επιβιβάζω • (epivivázo) (past επιβίβασα, passive επιβιβάζομαι)
- to ship, take on board (also for a taxi, train, plane)
- Antonym: αποβιβάζω (apovivázo)
Conjugation
επιβιβάζω επιβιβάζομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιβιβάζω
|
επιβιβάσω
|
επιβιβάζομαι
|
επιβιβαστώ, επιβιβασθώ
|
2 sg
|
επιβιβάζεις
|
επιβιβάσεις
|
επιβιβάζεσαι
|
επιβιβαστείς, επιβιβασθείς
|
3 sg
|
επιβιβάζει
|
επιβιβάσει
|
επιβιβάζεται
|
επιβιβαστεί, επιβιβασθεί
|
|
1 pl
|
επιβιβάζουμε, [‑ομε]
|
επιβιβάσουμε, [‑ομε]
|
επιβιβαζόμαστε
|
επιβιβαστούμε, επιβιβασθούμε
|
2 pl
|
επιβιβάζετε
|
επιβιβάσετε
|
επιβιβάζεστε, επιβιβαζόσαστε
|
επιβιβαστείτε, επιβιβασθείτε
|
3 pl
|
επιβιβάζουν(ε)
|
επιβιβάσουν(ε)
|
επιβιβάζονται
|
επιβιβαστούν(ε), επιβιβασθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιβίβαζα
|
επιβίβασα
|
επιβιβαζόμουν(α)
|
επιβιβάστηκα, επιβιβάσθηκα
|
2 sg
|
επιβίβαζες
|
επιβίβασες
|
επιβιβαζόσουν(α)
|
επιβιβάστηκες, επιβιβάσθηκες
|
3 sg
|
επιβίβαζε
|
επιβίβασε
|
επιβιβαζόταν(ε)
|
επιβιβάστηκε, επιβιβάσθηκε
|
|
1 pl
|
επιβιβάζαμε
|
επιβιβάσαμε
|
επιβιβαζόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιβιβαστήκαμε, επιβιβασθήκαμε
|
2 pl
|
επιβιβάζατε
|
επιβιβάσατε
|
επιβιβαζόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιβιβαστήκατε, επιβιβασθήκατε
|
3 pl
|
επιβίβαζαν, επιβιβάζαν(ε)
|
επιβίβασαν, επιβιβάσαν(ε)
|
επιβιβάζονταν, (επιβιβαζόντουσαν)
|
επιβιβάστηκαν, επιβιβαστήκαν(ε), επιβιβάσθηκαν, επιβιβασθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιβιβάζω ➤
|
θα επιβιβάσω ➤
|
θα επιβιβάζομαι ➤
|
θα επιβιβαστώ / επιβιβασθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιβιβάζεις, …
|
θα επιβιβάσεις, …
|
θα επιβιβάζεσαι, …
|
θα επιβιβαστείς / επιβιβασθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιβιβάσει έχω, έχεις, … επιβιβασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιβιβαστεί / επιβιβασθεί είμαι, είσαι, … επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιβιβάσει είχα, είχες, … επιβιβασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιβιβαστεί / επιβιβασθεί ήμουν, ήσουν, … επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιβιβάσει θα έχω, θα έχεις, … επιβιβασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιβιβαστεί / επιβιβασθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επιβίβαζε
|
επιβίβασε
|
—
|
επιβιβάσου
|
2 pl
|
επιβιβάζετε
|
επιβιβάστε
|
επιβιβάζεστε
|
επιβιβαστείτε, επιβιβασθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιβιβάζοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιβιβάσει ➤
|
επιβιβασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιβιβάσει
|
επιβιβαστεί, επιβιβασθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• Passive forms with -σθ- are formal. • (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
- and see: -βιβάζω (-vivázo, “cause to mount”)