Hello, you have come here looking for the meaning of the word
επιδεινώνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
επιδεινώνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
επιδεινώνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
επιδεινώνω you have here. The definition of the word
επιδεινώνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
επιδεινώνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learnedly from επι- (epi-) + δειν(ός) (dein(ós)) + -ώνω (-óno), a calque of German verschlechtern.[1]
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.ðiˈno.no/
- Hyphenation: ε‧πι‧δει‧νώ‧νω
Verb
επιδεινώνω • (epideinóno) (past επιδείνωσα, passive επιδεινώνομαι, p‑past επιδεινώθηκα, ppp επιδεινωμένος)
- (transitive) to worsen, to make worse
- Synonym: χειροτερεύω (cheiroterévo)
Conjugation
επιδεινώνω επιδεινώνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επιδεινώνω
|
επιδεινώσω
|
επιδεινώνομαι
|
επιδεινωθώ
|
2 sg
|
επιδεινώνεις
|
επιδεινώσεις
|
επιδεινώνεσαι
|
επιδεινωθείς
|
3 sg
|
επιδεινώνει
|
επιδεινώσει
|
επιδεινώνεται
|
επιδεινωθεί
|
|
1 pl
|
επιδεινώνουμε, [‑ομε]
|
επιδεινώσουμε, [‑ομε]
|
επιδεινωνόμαστε
|
επιδεινωθούμε
|
2 pl
|
επιδεινώνετε
|
επιδεινώσετε
|
επιδεινώνεστε, επιδεινωνόσαστε
|
επιδεινωθείτε
|
3 pl
|
επιδεινώνουν(ε)
|
επιδεινώσουν(ε)
|
επιδεινώνονται
|
επιδεινωθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επιδείνωνα
|
επιδείνωσα
|
επιδεινωνόμουν(α)
|
επιδεινώθηκα
|
2 sg
|
επιδείνωνες
|
επιδείνωσες
|
επιδεινωνόσουν(α)
|
επιδεινώθηκες
|
3 sg
|
επιδείνωνε
|
επιδείνωσε
|
επιδεινωνόταν(ε)
|
επιδεινώθηκε
|
|
1 pl
|
επιδεινώναμε
|
επιδεινώσαμε
|
επιδεινωνόμασταν, (‑όμαστε)
|
επιδεινωθήκαμε
|
2 pl
|
επιδεινώνατε
|
επιδεινώσατε
|
επιδεινωνόσασταν, (‑όσαστε)
|
επιδεινωθήκατε
|
3 pl
|
επιδείνωναν, επιδεινώναν(ε)
|
επιδείνωσαν, επιδεινώσαν(ε)
|
επιδεινώνονταν, (επιδεινωνόντουσαν)
|
επιδεινώθηκαν, επιδεινωθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επιδεινώνω ➤
|
θα επιδεινώσω ➤
|
θα επιδεινώνομαι ➤
|
θα επιδεινωθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επιδεινώνεις, …
|
θα επιδεινώσεις, …
|
θα επιδεινώνεσαι, …
|
θα επιδεινωθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επιδεινώσει έχω, έχεις, … επιδεινωμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επιδεινωθεί είμαι, είσαι, … επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επιδεινώσει είχα, είχες, … επιδεινωμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επιδεινωθεί ήμουν, ήσουν, … επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδεινώσει θα έχω, θα έχεις, … επιδεινωμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επιδεινωθεί θα είμαι, θα είσαι, … επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επιδείνωνε
|
επιδείνωσε
|
—
|
επιδεινώσου
|
2 pl
|
επιδεινώνετε
|
επιδεινώστε
|
επιδεινώνεστε
|
επιδεινωθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επιδεινώνοντας ➤
|
—
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επιδεινώσει ➤
|
επιδεινωμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επιδεινώσει
|
επιδεινωθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
Derived terms
References