Learned borrowing from Ancient Greek ἐπιεικής (epieikḗs, “fitting, reasonable, fair”).[1]
επιεικής • (epieikís) m (feminine επιεικής, neuter επιεικές)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επιεικής (epieikís) | επιεικής (epieikís) | επιεικές (epieikés) | επιεικείς (epieikeís) | επιεικείς (epieikeís) | επιεική (epieikí) | |
genitive | επιεικούς (epieikoús) επιεική (epieikí) |
επιεικούς (epieikoús) | επιεικούς (epieikoús) | επιεικών (epieikón) | επιεικών (epieikón) | επιεικών (epieikón) | |
accusative | επιεική (epieikí) | επιεική (epieikí) | επιεικές (epieikés) | επιεικείς (epieikeís) | επιεικείς (epieikeís) | επιεική (epieikí) | |
vocative | επιεική (epieikí) επιεικής (epieikís) |
επιεικής (epieikís) | επιεικές (epieikés) | επιεικείς (epieikeís) | επιεικείς (epieikeís) | επιεική (epieikí) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο επιεικής, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο επιεικής, etc.)