Hello, you have come here looking for the meaning of the word
επισημαίνω. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word
επισημαίνω, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say
επισημαίνω in singular and plural. Everything you need to know about the word
επισημαίνω you have here. The definition of the word
επισημαίνω will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition of
επισημαίνω, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.
Greek
Etymology
Learned borrowing from Ancient Greek ἐπισημαίνω (episēmaínō).[1] By surface analysis, επι- (epi-) + σημαίνω (simaíno).
Pronunciation
- IPA(key): /e.pi.siˈme.no/
- Hyphenation: ε‧πι‧ση‧μαί‧νω
Verb
επισημαίνω • (episimaíno) (past επισήμανα, passive επισημαίνομαι, p‑past επισημάνθηκα, ppp επισημασμένος) (transitive)
- to spot (to identify)
- to mark (to create an indication of (a location))
- to point out, to note (to mention indicatively)
Conjugation
επισημαίνω επισημαίνομαι
|
Active voice ➤
|
Passive voice ➤
|
Indicative mood ➤
|
Imperfective aspect ➤
|
Perfective aspect ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Non-past tenses ➤
|
Present ➤
|
Dependent ➤
|
Present
|
Dependent
|
1 sg
|
επισημαίνω
|
επισημάνω
|
επισημαίνομαι
|
επισημανθώ
|
2 sg
|
επισημαίνεις
|
επισημάνεις
|
επισημαίνεσαι
|
επισημανθείς
|
3 sg
|
επισημαίνει
|
επισημάνει
|
επισημαίνεται
|
επισημανθεί
|
|
1 pl
|
επισημαίνουμε, [‑ομε]
|
επισημάνουμε, [‑ομε]
|
επισημαινόμαστε
|
επισημανθούμε
|
2 pl
|
επισημαίνετε
|
επισημάνετε
|
επισημαίνεστε, επισημαινόσαστε
|
επισημανθείτε
|
3 pl
|
επισημαίνουν(ε)
|
επισημάνουν(ε)
|
επισημαίνονται
|
επισημανθούν(ε)
|
|
Past tenses ➤
|
Imperfect ➤
|
Simple past ➤
|
Imperfect
|
Simple past
|
1 sg
|
επισήμαινα
|
επισήμανα
|
επισημαινόμουν(α)
|
επισημάνθηκα
|
2 sg
|
επισήμαινες
|
επισήμανες
|
επισημαινόσουν(α)
|
επισημάνθηκες
|
3 sg
|
επισήμαινε
|
επισήμανε
|
επισημαινόταν(ε)
|
επισημάνθηκε
|
|
1 pl
|
επισημαίναμε
|
επισημάναμε
|
επισημαινόμασταν, (‑όμαστε)
|
επισημανθήκαμε
|
2 pl
|
επισημαίνατε
|
επισημάνατε
|
επισημαινόσασταν, (‑όσαστε)
|
επισημανθήκατε
|
3 pl
|
επισήμαιναν, επισημαίναν(ε)
|
επισήμαναν, επισημάναν(ε)
|
επισημαίνονταν, (επισημαινόντουσαν)
|
επισημάνθηκαν, επισημανθήκαν(ε)
|
|
Future tenses ➤
|
Continuous ➤
|
Simple ➤
|
Continuous
|
Simple
|
1 sg
|
θα επισημαίνω ➤
|
θα επισημάνω ➤
|
θα επισημαίνομαι ➤
|
θα επισημανθώ ➤
|
2,3 sg, 1,2,3 pl
|
θα επισημαίνεις, …
|
θα επισημάνεις, …
|
θα επισημαίνεσαι, …
|
θα επισημανθείς, …
|
|
|
Perfect aspect ➤
|
Perfect aspect
|
Present perfect ➤
|
έχω, έχεις, … επισημάνει έχω, έχεις, … επισημασμένο, ‑η, ‑ο ➤
|
έχω, έχεις, … επισημανθεί είμαι, είσαι, … επισημασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
Past perfect ➤
|
είχα, είχες, … επισημάνει είχα, είχες, … επισημασμένο, ‑η, ‑ο
|
είχα, είχες, … επισημανθεί ήμουν, ήσουν, … επισημασμένος, ‑η, ‑ο
|
Future perfect ➤
|
θα έχω, θα έχεις, … επισημάνει θα έχω, θα έχεις, … επισημασμένο, ‑η, ‑ο
|
θα έχω, θα έχεις, … επισημανθεί θα είμαι, θα είσαι, … επισημασμένος, ‑η, ‑ο
|
|
Subjunctive mood ➤
|
Formed using present, dependent (for simple past) or present perfect from above with a particle (να, ας).
|
|
Imperative mood ➤
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
Imperfective aspect
|
Perfective aspect
|
2 sg
|
επισήμαινε
|
επισήμανε
|
—
|
—
|
2 pl
|
επισημαίνετε
|
επισημάνετε
|
επισημαίνεστε
|
επισημανθείτε
|
|
Other forms
|
Active voice
|
Passive voice
|
Present participle➤
|
επισημαίνοντας ➤
|
επισημαινόμενος, ‑η, ‑ο ➤
|
Perfect participle➤
|
έχοντας επισημάνει ➤
|
επισημασμένος, ‑η, ‑ο ➤
|
|
Nonfinite form➤
|
επισημάνει
|
επισημανθεί
|
|
|
Notes Appendix:Greek verbs
|
• (…) optional or informal. rare. {…} learned, archaic. • Multiple forms are shown in order of reducing frequency. • Periphrastic imperative forms may be produced using the subjunctive.
|
|
References