Learnedly επισιτισ- (stem of επισιτίζω (episitízo)) + -τικός (-tikós).[1]
επισιτιστικός • (episitistikós) m (feminine επισιτιστική, neuter επισιτιστικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | επισιτιστικός (episitistikós) | επισιτιστική (episitistikí) | επισιτιστικό (episitistikó) | επισιτιστικοί (episitistikoí) | επισιτιστικές (episitistikés) | επισιτιστικά (episitistiká) | |
genitive | επισιτιστικού (episitistikoú) | επισιτιστικής (episitistikís) | επισιτιστικού (episitistikoú) | επισιτιστικών (episitistikón) | επισιτιστικών (episitistikón) | επισιτιστικών (episitistikón) | |
accusative | επισιτιστικό (episitistikó) | επισιτιστική (episitistikí) | επισιτιστικό (episitistikó) | επισιτιστικούς (episitistikoús) | επισιτιστικές (episitistikés) | επισιτιστικά (episitistiká) | |
vocative | επισιτιστικέ (episitistiké) | επισιτιστική (episitistikí) | επισιτιστικό (episitistikó) | επισιτιστικοί (episitistikoí) | επισιτιστικές (episitistikés) | επισιτιστικά (episitistiká) |