επισιτιστικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word επισιτιστικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word επισιτιστικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say επισιτιστικός in singular and plural. Everything you need to know about the word επισιτιστικός you have here. The definition of the word επισιτιστικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofεπισιτιστικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Etymology

Learnedly επισιτισ- (stem of επισιτίζω (episitízo)) +‎ -τικός (-tikós).[1]

Pronunciation

  • IPA(key): /e.pi.si.ti.stiˈkos/
  • Hyphenation: ε‧πι‧σι‧τι‧στι‧κός

Adjective

επισιτιστικός (episitistikósm (feminine επισιτιστική, neuter επισιτιστικό)

  1. food supply, food (attributive)
    επισιτιστική ασφάλειαepisitistikí asfáleiafood security
    επισιτιστική ανασφάλειαepisitistikí anasfáleiafood insecurity
    επισιτιστική βοήθειαepisitistikí voḯtheiafood aid

Declension

Declension of επισιτιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative επισιτιστικός (episitistikós) επισιτιστική (episitistikí) επισιτιστικό (episitistikó) επισιτιστικοί (episitistikoí) επισιτιστικές (episitistikés) επισιτιστικά (episitistiká)
genitive επισιτιστικού (episitistikoú) επισιτιστικής (episitistikís) επισιτιστικού (episitistikoú) επισιτιστικών (episitistikón) επισιτιστικών (episitistikón) επισιτιστικών (episitistikón)
accusative επισιτιστικό (episitistikó) επισιτιστική (episitistikí) επισιτιστικό (episitistikó) επισιτιστικούς (episitistikoús) επισιτιστικές (episitistikés) επισιτιστικά (episitistiká)
vocative επισιτιστικέ (episitistiké) επισιτιστική (episitistikí) επισιτιστικό (episitistikó) επισιτιστικοί (episitistikoí) επισιτιστικές (episitistikés) επισιτιστικά (episitistiká)

References

  1. ^ επισιτιστικός, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής , Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language