ερμαφρόδιτος • (ermafróditos) m (feminine ερμαφρόδιτη, neuter ερμαφρόδιτο)
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ερμαφρόδιτος • | ερμαφρόδιτη • | ερμαφρόδιτο • | ερμαφρόδιτοι • | ερμαφρόδιτες • | ερμαφρόδιτα • |
genitive | ερμαφρόδιτου • | ερμαφρόδιτης • | ερμαφρόδιτου • | ερμαφρόδιτων • | ερμαφρόδιτων • | ερμαφρόδιτων • |
accusative | ερμαφρόδιτο • | ερμαφρόδιτη • | ερμαφρόδιτο • | ερμαφρόδιτους • | ερμαφρόδιτες • | ερμαφρόδιτα • |
vocative | ερμαφρόδιτε • | ερμαφρόδιτη • | ερμαφρόδιτο • | ερμαφρόδιτοι • | ερμαφρόδιτες • | ερμαφρόδιτα • |