ερυθραϊκός • (erythraïkós) m (feminine ερυθραϊκή, neuter ερυθραϊκό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ερυθραϊκός (erythraïkós) | ερυθραϊκή (erythraïkí) | ερυθραϊκό (erythraïkó) | ερυθραϊκοί (erythraïkoí) | ερυθραϊκές (erythraïkés) | ερυθραϊκά (erythraïká) | |
genitive | ερυθραϊκού (erythraïkoú) | ερυθραϊκής (erythraïkís) | ερυθραϊκού (erythraïkoú) | ερυθραϊκών (erythraïkón) | ερυθραϊκών (erythraïkón) | ερυθραϊκών (erythraïkón) | |
accusative | ερυθραϊκό (erythraïkó) | ερυθραϊκή (erythraïkí) | ερυθραϊκό (erythraïkó) | ερυθραϊκούς (erythraïkoús) | ερυθραϊκές (erythraïkés) | ερυθραϊκά (erythraïká) | |
vocative | ερυθραϊκέ (erythraïké) | ερυθραϊκή (erythraïkí) | ερυθραϊκό (erythraïkó) | ερυθραϊκοί (erythraïkoí) | ερυθραϊκές (erythraïkés) | ερυθραϊκά (erythraïká) |