Learnedly from ζημί(α) (zimí(a)) + -ο- (-o-) + -γόνος (-gónos).[1]
ζημιογόνος • (zimiogónos) m (feminine ζημιογόνος or ζημιογόνα, neuter ζημιογόνο)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ζημιογόνος (zimiogónos) | ζημιογόνος (zimiogónos) ζημιογόνα (zimiogóna) |
ζημιογόνο (zimiogóno) | ζημιογόνοι (zimiogónoi) | ζημιογόνοι (zimiogónoi) ζημιογόνες (zimiogónes) |
ζημιογόνα (zimiogóna) | |
genitive | ζημιογόνου (zimiogónou) | ζημιογόνου (zimiogónou) ζημιογόνας (zimiogónas) |
ζημιογόνου (zimiogónou) | ζημιογόνων (zimiogónon) | ζημιογόνων (zimiogónon) | ζημιογόνων (zimiogónon) | |
accusative | ζημιογόνο (zimiogóno) | ζημιογόνο (zimiogóno) ζημιογόνα (zimiogóna) |
ζημιογόνο (zimiogóno) | ζημιογόνους (zimiogónous) | ζημιογόνους (zimiogónous) ζημιογόνες (zimiogónes) |
ζημιογόνα (zimiogóna) | |
vocative | ζημιογόνε (zimiogóne) | ζημιογόνε (zimiogóne) ζημιογόνα (zimiogóna) |
ζημιογόνο (zimiogóno) | ζημιογόνοι (zimiogónoi) | ζημιογόνοι (zimiogónoi) ζημιογόνες (zimiogónes) |
ζημιογόνα (zimiogóna) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ζημιογόνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ζημιογόνος, etc.)