ηλεκτροκαρδιογράφος • (ilektrokardiográfos) m (plural ηλεκτροκαρδιογράφοι)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροκαρδιογράφος (ilektrokardiográfos) | ηλεκτροκαρδιογράφοι (ilektrokardiográfoi) |
genitive | ηλεκτροκαρδιογράφου (ilektrokardiográfou) | ηλεκτροκαρδιογράφων (ilektrokardiográfon) |
accusative | ηλεκτροκαρδιογράφο (ilektrokardiográfo) | ηλεκτροκαρδιογράφους (ilektrokardiográfous) |
vocative | ηλεκτροκαρδιογράφε (ilektrokardiográfe) | ηλεκτροκαρδιογράφοι (ilektrokardiográfoi) |