ηλεκτροκόλληση • (ilektrokóllisi) f (plural ηλεκτροκολλήσεις)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροκόλληση (ilektrokóllisi) | ηλεκτροκολλήσεις (ilektrokollíseis) |
genitive | ηλεκτροκόλλησης (ilektrokóllisis) | ηλεκτροκολλήσεων (ilektrokollíseon) |
accusative | ηλεκτροκόλληση (ilektrokóllisi) | ηλεκτροκολλήσεις (ilektrokollíseis) |
vocative | ηλεκτροκόλληση (ilektrokóllisi) | ηλεκτροκολλήσεις (ilektrokollíseis) |
Older or formal genitive singular: ηλεκτροκολλήσεως (ilektrokollíseos)