ηλεκτρολογικός • (ilektrologikós) m (feminine ηλεκτρολογική, neuter ηλεκτρολογικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλεκτρολογικός (ilektrologikós) | ηλεκτρολογική (ilektrologikí) | ηλεκτρολογικό (ilektrologikó) | ηλεκτρολογικοί (ilektrologikoí) | ηλεκτρολογικές (ilektrologikés) | ηλεκτρολογικά (ilektrologiká) | |
genitive | ηλεκτρολογικού (ilektrologikoú) | ηλεκτρολογικής (ilektrologikís) | ηλεκτρολογικού (ilektrologikoú) | ηλεκτρολογικών (ilektrologikón) | ηλεκτρολογικών (ilektrologikón) | ηλεκτρολογικών (ilektrologikón) | |
accusative | ηλεκτρολογικό (ilektrologikó) | ηλεκτρολογική (ilektrologikí) | ηλεκτρολογικό (ilektrologikó) | ηλεκτρολογικούς (ilektrologikoús) | ηλεκτρολογικές (ilektrologikés) | ηλεκτρολογικά (ilektrologiká) | |
vocative | ηλεκτρολογικέ (ilektrologiké) | ηλεκτρολογική (ilektrologikí) | ηλεκτρολογικό (ilektrologikó) | ηλεκτρολογικοί (ilektrologikoí) | ηλεκτρολογικές (ilektrologikés) | ηλεκτρολογικά (ilektrologiká) |