ηλεκτρολυτικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ηλεκτρολυτικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ηλεκτρολυτικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ηλεκτρολυτικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ηλεκτρολυτικός you have here. The definition of the word ηλεκτρολυτικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofηλεκτρολυτικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ηλεκτρολυτικός (ilektrolytikósm (feminine ηλεκτρολυτική, neuter ηλεκτρολυτικό)

  1. (chemistry) electrolytic

Declension

Declension of ηλεκτρολυτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτρολυτικός (ilektrolytikós) ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτικοί (ilektrolytikoí) ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká)
genitive ηλεκτρολυτικού (ilektrolytikoú) ηλεκτρολυτικής (ilektrolytikís) ηλεκτρολυτικού (ilektrolytikoú) ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón) ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón) ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón)
accusative ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτικούς (ilektrolytikoús) ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká)
vocative ηλεκτρολυτικέ (ilektrolytiké) ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) ηλεκτρολυτικοί (ilektrolytikoí) ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká)

Further reading