ηλεκτρολυτικός • (ilektrolytikós) m (feminine ηλεκτρολυτική, neuter ηλεκτρολυτικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλεκτρολυτικός (ilektrolytikós) | ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) | ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) | ηλεκτρολυτικοί (ilektrolytikoí) | ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) | ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká) | |
genitive | ηλεκτρολυτικού (ilektrolytikoú) | ηλεκτρολυτικής (ilektrolytikís) | ηλεκτρολυτικού (ilektrolytikoú) | ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón) | ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón) | ηλεκτρολυτικών (ilektrolytikón) | |
accusative | ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) | ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) | ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) | ηλεκτρολυτικούς (ilektrolytikoús) | ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) | ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká) | |
vocative | ηλεκτρολυτικέ (ilektrolytiké) | ηλεκτρολυτική (ilektrolytikí) | ηλεκτρολυτικό (ilektrolytikó) | ηλεκτρολυτικοί (ilektrolytikoí) | ηλεκτρολυτικές (ilektrolytikés) | ηλεκτρολυτικά (ilektrolytiká) |