ηλεκτροπαραγωγή • (ilektroparagogí) f (plural ηλεκτροπαραγωγές)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροπαραγωγή (ilektroparagogí) | ηλεκτροπαραγωγές (ilektroparagogés) |
genitive | ηλεκτροπαραγωγής (ilektroparagogís) | ηλεκτροπαραγωγών (ilektroparagogón) |
accusative | ηλεκτροπαραγωγή (ilektroparagogí) | ηλεκτροπαραγωγές (ilektroparagogés) |
vocative | ηλεκτροπαραγωγή (ilektroparagogí) | ηλεκτροπαραγωγές (ilektroparagogés) |