ηλεκτροπαραγωγικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ηλεκτροπαραγωγικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ηλεκτροπαραγωγικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ηλεκτροπαραγωγικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ηλεκτροπαραγωγικός you have here. The definition of the word ηλεκτροπαραγωγικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofηλεκτροπαραγωγικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ηλεκτροπαραγωγικός (ilektroparagogikósm (feminine ηλεκτροπαραγωγική, neuter ηλεκτροπαραγωγικό)

  1. relating to electric power generation

Declension

Declension of ηλεκτροπαραγωγικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτροπαραγωγικός (ilektroparagogikós) ηλεκτροπαραγωγική (ilektroparagogikí) ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγικοί (ilektroparagogikoí) ηλεκτροπαραγωγικές (ilektroparagogikés) ηλεκτροπαραγωγικά (ilektroparagogiká)
genitive ηλεκτροπαραγωγικού (ilektroparagogikoú) ηλεκτροπαραγωγικής (ilektroparagogikís) ηλεκτροπαραγωγικού (ilektroparagogikoú) ηλεκτροπαραγωγικών (ilektroparagogikón) ηλεκτροπαραγωγικών (ilektroparagogikón) ηλεκτροπαραγωγικών (ilektroparagogikón)
accusative ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγική (ilektroparagogikí) ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγικούς (ilektroparagogikoús) ηλεκτροπαραγωγικές (ilektroparagogikés) ηλεκτροπαραγωγικά (ilektroparagogiká)
vocative ηλεκτροπαραγωγικέ (ilektroparagogiké) ηλεκτροπαραγωγική (ilektroparagogikí) ηλεκτροπαραγωγικό (ilektroparagogikó) ηλεκτροπαραγωγικοί (ilektroparagogikoí) ηλεκτροπαραγωγικές (ilektroparagogikés) ηλεκτροπαραγωγικά (ilektroparagogiká)