ηλεκτροσκόπιο • (ilektroskópio) n (plural ηλεκτροσκόπια)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροσκόπιο (ilektroskópio) | ηλεκτροσκόπια (ilektroskópia) |
genitive | ηλεκτροσκοπίου (ilektroskopíou) ηλεκτροσκόπιου (ilektroskópiou) |
ηλεκτροσκοπίων (ilektroskopíon) |
accusative | ηλεκτροσκόπιο (ilektroskópio) | ηλεκτροσκόπια (ilektroskópia) |
vocative | ηλεκτροσκόπιο (ilektroskópio) | ηλεκτροσκόπια (ilektroskópia) |