ηλεκτροστατικός • (ilektrostatikós) m (feminine ηλεκτροστατική, neuter ηλεκτροστατικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλεκτροστατικός (ilektrostatikós) | ηλεκτροστατική (ilektrostatikí) | ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) | ηλεκτροστατικοί (ilektrostatikoí) | ηλεκτροστατικές (ilektrostatikés) | ηλεκτροστατικά (ilektrostatiká) | |
genitive | ηλεκτροστατικού (ilektrostatikoú) | ηλεκτροστατικής (ilektrostatikís) | ηλεκτροστατικού (ilektrostatikoú) | ηλεκτροστατικών (ilektrostatikón) | ηλεκτροστατικών (ilektrostatikón) | ηλεκτροστατικών (ilektrostatikón) | |
accusative | ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) | ηλεκτροστατική (ilektrostatikí) | ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) | ηλεκτροστατικούς (ilektrostatikoús) | ηλεκτροστατικές (ilektrostatikés) | ηλεκτροστατικά (ilektrostatiká) | |
vocative | ηλεκτροστατικέ (ilektrostatiké) | ηλεκτροστατική (ilektrostatikí) | ηλεκτροστατικό (ilektrostatikó) | ηλεκτροστατικοί (ilektrostatikoí) | ηλεκτροστατικές (ilektrostatikés) | ηλεκτροστατικά (ilektrostatiká) |