ηλεκτροτεχνίτρια • (ilektrotechnítria) f (plural ηλεκτροτεχνίτριες, masculine ηλεκτροτεχνίτης)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροτεχνίτρια (ilektrotechnítria) | ηλεκτροτεχνίτριες (ilektrotechnítries) |
genitive | ηλεκτροτεχνίτριας (ilektrotechnítrias) | ηλεκτροτεχνιτριών (ilektrotechnitrión) |
accusative | ηλεκτροτεχνίτρια (ilektrotechnítria) | ηλεκτροτεχνίτριες (ilektrotechnítries) |
vocative | ηλεκτροτεχνίτρια (ilektrotechnítria) | ηλεκτροτεχνίτριες (ilektrotechnítries) |