ηλεκτροχημικός

Hello, you have come here looking for the meaning of the word ηλεκτροχημικός. In DICTIOUS you will not only get to know all the dictionary meanings for the word ηλεκτροχημικός, but we will also tell you about its etymology, its characteristics and you will know how to say ηλεκτροχημικός in singular and plural. Everything you need to know about the word ηλεκτροχημικός you have here. The definition of the word ηλεκτροχημικός will help you to be more precise and correct when speaking or writing your texts. Knowing the definition ofηλεκτροχημικός, as well as those of other words, enriches your vocabulary and provides you with more and better linguistic resources.

Greek

Adjective

ηλεκτροχημικός (ilektrochimikósm (feminine ηλεκτροχημική, neuter ηλεκτροχημικό)

  1. (chemistry) electrochemical

Declension

Declension of ηλεκτροχημικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká)
genitive ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) ηλεκτροχημικής (ilektrochimikís) ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón)
accusative ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús) ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká)
vocative ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká)

Noun

ηλεκτροχημικός (ilektrochimikósm or f (plural ηλεκτροχημικοί)

  1. (chemistry) electrochemist

Declension

Declension of ηλεκτροχημικός
singular plural
nominative ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí)
genitive ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón)
accusative ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús)
vocative ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí)

Further reading