ηλεκτροχημικός • (ilektrochimikós) m (feminine ηλεκτροχημική, neuter ηλεκτροχημικό)
singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) | ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) | ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) | ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká) | |
genitive | ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) | ηλεκτροχημικής (ilektrochimikís) | ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) | |
accusative | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús) | ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) | ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká) | |
vocative | ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) | ηλεκτροχημική (ilektrochimikí) | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) | ηλεκτροχημικές (ilektrochimikés) | ηλεκτροχημικά (ilektrochimiká) |
ηλεκτροχημικός • (ilektrochimikós) m or f (plural ηλεκτροχημικοί)
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ηλεκτροχημικός (ilektrochimikós) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) |
genitive | ηλεκτροχημικού (ilektrochimikoú) | ηλεκτροχημικών (ilektrochimikón) |
accusative | ηλεκτροχημικό (ilektrochimikó) | ηλεκτροχημικούς (ilektrochimikoús) |
vocative | ηλεκτροχημικέ (ilektrochimiké) | ηλεκτροχημικοί (ilektrochimikoí) |